μνημονεύομαι

μνημονεύομαι
μνημονεύομαι, μνημονεύτηκα και μνημονεύθηκα, μνημονευμένος βλ. πίν. 20

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μνημονεύομαι — μνημονεύω call to mind pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μνημόσυνο — το (ΑΜ μνημόσυνον) νεοελλ. συγκέντρωση κατά τη διάρκεια τής οποίας εκφωνούνται εγκωμιαστικοί λόγοι οι οποίοι αναφέρονται στη ζωή και το έργο προσώπου που έχει πεθάνει («φιλολογικό μνημόσυνο» νεοελλ. μσν. τελετή η οποία γίνεται σε τακτά χρονικά… …   Dictionary of Greek

  • παράκειμαι — ΝΑ και ποιητ. πάρκειμαι Ν (κυριολ. και μτφ.) βρίσκομαι κοντά σε κάποιον ή ενώπιον κάποιου αρχ. 1. ασκώ βία σε κάποιον, εξαναγκάζω κάποιον 2. παρεμβάλλομαι 3. είμαι επιτρεπτός 4. είμαι διαθέσιμος 5. γραμμ. α) αναφέρομαι, μνημονεύομαι σε κείμενα β) …   Dictionary of Greek

  • προέκκειμαι — ΜΑ 1. προεκτείνομαι, προεξέχω 2. (ως παθ. τού προεκτίθημι*) α) ορίζομαι εκ τών προτέρων («ἡ προεκκειμένη ἡμερα», Κικ.) β) διατυπώνομαι, αναπτύσσομαι προηγουμένως («τὰ προεκκείμενα προστάγματα», πάπ.) γ) μνημονεύομαι παραπάνω, προαναφέρομαι 4. φρ …   Dictionary of Greek

  • προπραγματεύομαι — Α [πραγματεύομαι] 1. γράφομαι ή δημοσιεύομαι από πριν 2. μνημονεύομαι ή εκτίθεμαι σε διήγηση προηγουμένως 3. ερευνώμαι από πριν …   Dictionary of Greek

  • συμμνημονεύω — Α [μνημονεύω] 1. θυμούμαι κάτι μαζί με κάτι άλλο, θυμούμαι ταυτόχρονα 2. (συν. το παθ.) συμμνημονεύομαι μνημονεύομαι, αναφέρομαι μαζί ή ταυτόχρονα με κάτι άλλο …   Dictionary of Greek

  • φέρω — και φέρνω έφερα, φέρθηκα, φερμένος 1. μτβ., σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω, υποβαστάζω: Φέρνει τη στάμνα στον ώμο του. 2. έχω κάτι πάνω μου ή από τη φύση μου ή ως εξάρτημα ή γραμμένο, και γενικά έχω: Τα ζώα που φέρουν κέρατα λέγονται κερασφόρα. –… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”